Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ο Josè Agustìn Goytisolo και ο Paco Ibañez σας εύχονται καλή χρονιά

Tην εορταστική χρυσόσκονη των ευχών για τη νέα χρονιά αναλαμβάνουν να μας απλώσουν δυο ισπανοί: Ο ποιητής Josè Agustìn Goytisolo και ο Paco Ibañez, που μελοποίησε το ποίημα του πρώτου
Palabras para Julia 

Kαθώς η μικρή Julia ξεκινάει το ταξίδι της ζωής της, ο παππούς της αναλαμβάνει να της στρώσει το δρόμο, ψιθυρίζοντας για την αγάπη, τη ζεστασιά των σχέσεων, τη χαρά της ζωής και καλώντας τη, στις δύσκολες στιγμές της, να θυμάται πάντα τα λόγια του.

Τα λόγια του τραγουδιού θα μπορούσαν να είναι οι ευχές μας για το ταξίδι σας που ξεκινάτε την καινούρια χρονιά που ελπίζουμε, με όλες τις δυσκολίες της, να σας καταφέρει κι εσάς να  ψιθυρίσετε, όπως η Julia, 
la vida es bella, ya veràs 
( η ζωή είναι ωραία, θα το δεις)
Ακούστε το, παρακολουθώντας  και την πρόχειρη μετάφραση, για τις αδυναμίες της οποίας απολογούμαι..

Tú no puedes volver atrás, Δεν μπορείς πια να γυρίσεις πίσω
porquè la vida ya te empuja, γιατί η ζωή κιόλας σε σπρώχνει μπροστά
como un aullido interminable, interminable. σα μια κραυγή ατέλειωτη, ατέλειωτη.
Te sentirás acorralada, Θα νιώσεις εγκαταλειμμένη
te sentirás perdida y sola,
θα νιώσεις χαμένη και μόνη
tal vez querrás no haber nacido, no haber nacido.  
ακόμα, στιγμές, που δε θα θελες να είχες γεννηθεί, να είχες γεννηθεί.

Pero tú siempre acuerdate Μα πάντα να θυμάσαι
de lo que un día yo escribí αυτό που μια μέρα σου έγραψα εγώ
pensando en ti, pensando en ti καθώς σε σκεφτόμουνα, καθώς σε σκεφτόμουνα
como ahora pienso. όπως τώρα σε σκέφτομαι

La vida es bella ya verás Η ζωή είναι ωραία, θα δεις
como a pesar de los pesares παρ’όλες τις πίκρες
tendrás amigos, tendrás amor, tendrás amigos. θα έχεις φίλους, θα έχεις αγάπη, θα έχεις φίλους

Un hombre solo, una mujer, Ένας άντρας μόνος του, μία γυναίκα
así tomados, de uno en uno αν τους πάρεις έτσι, χωριστά, έναν- ένα
son como polvo, no son nada, no son nada. είναι σαν σκόνη, δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα

Entonces siempre acuérdate Γι’ αυτό πάντα να θυμάσαι
de lo que un día yo escribí.... αυτό που μια μέρα σου έγραψα εγώ…

Nunca te entregues ni te apartes, Ποτέ μην παραδίνεσαι, μην ξεστρατίζεις
junto al camino, nunca digas: από το δρόμο, ποτέ μην πεις:
no puedo más y aquí me quedo, y aquí me quedo. δεν μπορώ άλλο, εδώ θα μείνω

Otros esperan que resistas, Άλλοι περιμένουν ν’ αντισταθείς
que les ayude tu alegría, να τους βοηθήσει η δική σου χαρά,
que les ayude tu canción, entre sus canciones. να τους βοηθήσει το δικό σου τραγούδι, μέσα στα δικά τους τραγούδια

Entonces siempre acuérdate... Γιαυτό πάντα να θυμάσαι

La vida es bella, ya verás...
Η ζωή είναι ωραία, θα δεις

No sé decirte nada más Δεν ξέρω να σου πω τίποτάλλο
pero tú debes comprender μα κι εσύ πρέπει να καταλάβεις
que yo aún estoy en el camino, en el camino. πως κι εγώ ακόμα είμαι στο δρόμο, στο δρόμο

Pero tú siempre acuérdate...Γι’ αυτό πάντα να θυμάσαι…
φωτογραφία της Ελεάννας
Καλή χρονιά σε όλους σας:-)

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Η σονάτα του σεληνόφωτος




Καλησπέρα σας!! Καλά Χριστούγεννα να έχετε και Χρόνια Πολλά με υγεία και ευτυχία! Αυτή την φορά θα σας παρουσιάσω κάτι άλλο! Φέτος, άρχισα να αγαπώ, μέσα από το μάθημα των κειμένων- ακούτε κύριε Μάνεση-, την ποίηση και άρχισα να ασχολούμαι περισσότερο, πήγα στο Ίδρυμα Ευγενίδου και πήρα μια στοίβα βιβλία με ποίηση! Πέρσι όμως το καλοκαίρι, είχα την πρώτη μου "γνωριμία" με τον Γιάννη Ρίτσο μέσα από μια παράσταση που είδα την "Σονάτα του σεληνόφωτος." Μπορώ να πω πως τον ερωτεύτηκα τον Ρίτσο και την σονάτα του και μάλιστα μπορεί κάποιοι να το έχετε καταλάβει γιατί έχω μια υστερία με αυτόν.. Η σονάτα θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα κάπως αλλόκοτο ποίημα, αλλά για μένα αυτό είναι που το κάνει ξεχωριστό.Λοιπόν θα ήθελα να σας δείξω τα μέρη που με έκαναν να αγαπήσω αυτό το ποίημα..

(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)






Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου


Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.


Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.






Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.


Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.


Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;



«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)

Εσάς ποια είναι τα αγαπημένα σημεία σας στην Σονάτα; Μοιραστείτε μαζί μας σκέψεις, απόψεις και κριτικές! :) Και απολαύστε και το υπόλοιπο ποίημα σε απαγγελία του τεράστιου Γιάννη Ρίτσου.



Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Έχει τον τρόπο του ο Όσκαρ για να μην πτοείται

φωτ. από themarysue
          Και για να μη νομίζετε πως δεν είμαστε και επίκαιροι ( και πώς να μην είναι επίκαιρη μια χρυσόσκονη που πέφτει κάθε βράδυ;), να σας πω ότι η υπόθεση του βιβλίου στο οποίο θα αναφερθούμε ξετυλίγεται τις δώδεκα τελευταίες μέρες του χρόνου. Από 19 έως 31 Δεκεμβρίου. Ορίστε! Είδατε;

            Είναι ένα από τα τρία βιβλία που είπαμε να διαβάσουμε στις διακοπές των Χριστουγέννων ( Μάλλον λέγονται διακοπές, γιατί διακόπτουμε τη ρουτίνα και αρχίζει το απολαυστικό διάβασμα – δεν κάνω λάθος, ε;).       
   
            Λοιπόν, είναι το «Αγαπητέ θεέ», του Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ,μτφρ. Αχ. Κυριακίδη, εκδ. opera και την περίληψή του μας τη δίνει πολύ ωραία μια μικρή συμμαθήτριά μας από τη λέσχη ανάγνωσης του Γυμνασίου Αφάντου Ρόδου.  Νάτη:
            « Βρισκόμαστε στο νοσοκομείο. Εντάξει δεν μπορώ να πω το νοσοκομείο δεν είναι και το καλύτερο μέρος για να ζει κανείς. Συγκεκριμένα σε αυτό το νοσοκομείο νοσηλεύεται ο Oscar , ένα δεκάχρονο αγόρι που είναι και ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο '""Αγαπητέ Θεέ .Ο Oscar πάσχει από λευχαιμία. Μια καλή Κύρια ''ντυμένη στα ροζ '' συντροφεύει τον Oscar και τον συμβουλεύει να γράψει στο Θεό. Τις 12 τελευταίες μέρες ζωής του Oscar παίζει ένα παιχνίδι το οποίο λέει ότι οι 12 τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη ισούνται με 120 χρόνια. Δηλαδή κάθε μέρα ο Oscar θα γίνεται 10 χρόνια μεγαλύτερος . Έτσι ο Oscar  σε 12 μέρες καταφέρνει να μπει στην εφηβεία, να δώσει το πρώτο του φιλί (ίσως και το δεύτερο το τρίτο κλπ), να παντρευτεί ,να γίνει παραλίγο μπαμπάς, να αγαπήσει και να αγαπηθεί από τα πεθερικά του, να τσακωθεί με την γυναίκα του, να τα ξαναβρούν, να κάνει Χριστούγεννα και τελικά να πεθάνει. Πριν πεθάνει όμως καταφέρνει να αποκτήσει και μια δεύτερη οικογένεια αλλά και να αγαπήσει τη δικιά του».
(τι σας θυμίζει η αφίσα;
Ελάτε, ελάτε!) 
            Πολλά μπορεί να δει κανείς σ’ αυτό το βιβλίο. Δε θέλω να σας προκαταβάλω. Πολλά θέματα αναφύονται, μέσα από μια ιστορία που ενώ έχει τόσο τραγικά δεδομένα καταφέρνει να γίνει ευχάριστη, συγκινητική, αισιόδοξη, ζεστή.
            Ένα μόνο παράδειγμα. Πώς περνάνε απαλά, χωρίς πολλά λόγια, προβληματισμοί για σημαντικά πράγματα. Ας πούμε, για την ύπαρξη του θεού: σελ. 20:
            «- Και γιατί να γράψω στο θεό;
            - Για να μη νιώθεις μόνος
            - Πώς δε θα νιώθω τόσο μόνος με κάποιον που δεν υπάρχει;
            - Καν' τον να υπάρχει. (…) Κάθε φορά που θα πιστεύεις σ' αυτόν, όλο και  πιο πολύ θα υπάρχει. Κι αν επιμείνεις, θα υπάρξει ολότελα. Δεν ξέρεις τι καλό θα σου κάνει.»

            Εδώ, π.χ, δε θα μπορούσε να ξεκινήσει μια συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την έννοια του θεού και πιστεύουν ή δεν πιστεύουν στην ύπαρξή του; ( Μπορούμε κι εμείς εδώ, στα σχόλια, να την ξεκινήσουμε. )
            Υπάρχει κανείς που πρόλαβε και το διάβασε; (Σας θυμίζω ότι μπορείτε να το διαβάσετε και ηλεκτρονικά, χωρίς να αγοράσετε το βιβλίο, κάνοντας κλικ στην εικόνα του βιβλίου που έχουμε πάνω αριστερά στο ιστολόγιό μας αυτές τις μέρες.)
(βροχερά Χριστούγεννα είπαν;;)

            Σε επόμενη ανάρτηση θα μπορούσαμε να πούμε δυο λόγια και για το δεύτερο βιβλίο της παρέας, τη Συγχώρεση, της Σώτης Τριανταφύλλου.

Για την ώρα, ανανεώνουμε τις ευχές μας για τα Χριστούγεννα.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Μεθύστε

από artflakes.com

Στο Β4 έχουμε αποκτήσει μια καλή συνήθεια: Κάθε φορά που έχουμε μάθημα και πριν αρχίσουμε, κάποιο παιδί, εθελοντικά (και υπάρχει πάντα κάποιο!), αναλαμβάνει να γράφει στον πίνακα κάποιους στίχους ή κάποιο απόσπασμα από πεζό που του άρεσε. Το διαβάζουμε και, αν θέλουμε, το σχολιάζουμε και το συζητάμε. 

Μια μέρα η Ευμορφία, φανατική των καταραμένων ποιητών,

 μας διάβασε ένα ποίημα του Charles Baudelaire, σε μετάφραση του Κώστα Ριτσώνη.

Είναι το Μεθύστε (Envirez-vous): 



από parpa on devianart.com


Πρέπει να'σαι πάντα μεθυσμένος.
Εκεί είναι  όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα.
Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου
που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη,
πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι;
Με κρασί, με ποίηση, ή με αρετή, όπως σας αρέσει.
Αλλά μεθύστε.
Κι αν μερικές φορές στα σκαλιά ενός παλατιού,
στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού,
μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας,
ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο ή χαμένο,
ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά,
το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά, 
ρωτήστε τι ώρα είναι
κι ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
θα σας απαντήσουν:
-Είναι η ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!
Με κρασί, με ποίηση, ή με αρετή, όπως σας αρέσει


Να το κι από τα Διάφανα Κρίνα:

(Ελπίζω, Ευμορφία, να μη μας κατηγορήσουν για προτροπή στην (κατά)χρηση αλκοόλ, ε;!)

Σας αρέσει; Και τι ακριβώς; Ή μήπως όχι; 
Μήπως σας θυμίζει και τίποτα άλλο;
Πείτε, πείτε, ας μεθύσουμε με σχόλια:-)

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Μια ερώτηση για το επιλογικό του Γιάννη Ρίτσου

Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιλογικό



Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.
Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.

Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα
πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.

Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.



Τι να είναι άραγε αυτό το μικρό κόκκινο μπάλωμα στο αριστερό μανίκι; 
Μοιραστείτε τις σκέψεις σας μαζί μας...

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Μικροεμπνεύσεις

φωτ. από trekearth.blogspot.com
Είπα λοιπόν να κάνω και εγώ την επόμενη ανάρτηση! Διάλεξα λοιπόν να σας παρουσιάσω κάτι δικό μου.Γενικότερα από μικρή μου άρεσε να γράφω-και όταν λέω μικρή, μην φανταστείτε τίποτα πέντε χρονών..δέκα δεν θα ήμουν..;- στην αρχή βέβαια ήταν πολύ αστεία αυτά που έγραφα,απλά ξεδίπλωνε η παιδική μου φαντασία (που από φαντασία εγώ βρίθω..πιστέψτε με..!). Όμως όσο μεγαλώνω το βλέπω πιο σοβαρά το αντικείμενο. Οπότε, μιας και μου αρέσει να παρατηρώ και γενικότερα είμαι αρκετά παρατηρητική, εμπνέομαι από πράγματα γύρω μου και γράφω μονοσέλιδες "μικροεμπνεύσεις", όπως τις αποκαλώ!Για να μην μακρολογώ, γιατί θα βαρεθείτε, όχι τίποτα άλλο, ορίστε η μικροέμπνευση που είχα μία μέρα που επισκέφτηκα τα Αναφιώτικα στην Πλάκα. (Ελπίζω να μην έχω να κάνω με αυστηρούς κριτές! :( )
φωτ. από palmografos.com


Χθες πήγα στα Αναφιώτικα… Ο ίδιος ο παράδεισος, χαμένος κάπου μέσα στην Πλάκα… Ήταν βράδυ, μα στο μυαλό μου φάνταζε μέρα… Κάθε σκοτεινή και μοναχική γωνία, φάνταζε στο μυαλό μου γεμάτη λιακάδα, από αυτήν που όταν χτυπάει στα κατάλευκα σπίτια σε τυφλώνει γλυκά… Τα σπίτια στέκονταν καμαρωτά και σου ψιθύριζαν την ιστορία τους… Σταμάτησα απότομα σε μία γλάστρα που ήταν φυλακισμένη, πίσω από κάτι σίδερα ενός παραθύρου… Κοίταξα τα κατακόκκινα γεράνια και τα χάιδεψα στοργικά… Προχώρησα στα σοκάκια, συντροφιά με το φεγγάρι και το αεράκι που μύριζε καλαμαράκι, από τα διπλανά τουριστικά ταβερνάκια… Τα παραθυρόφυλλα κλειστά, γαλανά βαμμένα… Ο παράδεισος κοιμόταν… Νανούρισμα του, το μπουζούκι εκείνο, που η μελωδία του ταξίδευε μέσα στα στενά της Πλάκας… Τυχερή που είναι η Ακρόπολη… Τον κοιτάζει και τον προστατεύει κάθε μέρα και νύχτα, σαν μάνα που προσέχει το παιδί της…
Ευθύμη Παπαδημητρίου "Αναφιώτικα"
Κοίταξα τον ουρανό, που μελαγχολικός όπως πάντα, σε έκανε να ξεχάσεις πως βρίσκεσαι κάπου μέσα στο χάος της Αθήνας… Σε παραπλανούσε και σε ταξίδευε στα νησιά του Αιγαίου… Ενώ όλος ο κόσμος κάπου διασκέδαζε, σε κάποιο μπαρ, σε κάποια ταβέρνα, μέσα στη οχλοβοή του Μοναστηρακίου και νόμιζε πως δεν μπορούσε να περάσει καλύτερα ένα σαββατόβραδο σαν αυτό, εγώ ταξίδευα στις Κυκλάδες… Ταξίδευα στο παράδεισο… Άγγιζα τα κάγκελα των σπιτιών, που ήταν βαμμένα στα μπλε, και άγγιζα όλο και πιο πολύ τον παράδεισο… Άγγιζα όλο και πιο πολύ την ευτυχία… Περιπλανήθηκα νομίζω αρκετά… Ως που βγήκα στην πολιτεία… Όλοι χαμογέλαγαν γιατί πέρναγαν το ιδανικό σαββατόβραδο… Εγώ χαμογέλαγα γιατί ανακάλυψα το παράδεισο…Γιατί άγγιξα την ευτυχία…

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Άρχισε να πέφτει χρυσόσκονη!


Κάποια παιδιά της β΄ λυκείου και ένας έρμος ( αλλά καθόλου μόνος!) καθηγητής, αποφασίσαμε μέσα από το μάθημα της λογοτεχνίας να μεταμορφωθούμε σε χρυσόσκονη ( ή αστερόσκονη, όπως την ήθελε η Μαριλλία) και να πέφτουμε απαλά αλλά αποφασισμένα πάνω σε βιβλία, σε ανθρώπους σε ιδέες και σε δημιουργίες, να συζητάμε μ’αυτά και γι’αυτά, αλλά και για μας και για τη σχέση μας μαζί τους, αποφασίσαμε και να ανοίξουμε αυτό το χώρο στο διαδίκτυο για να βρισκόμαστε όλοι μαζί, να δημιουργούμε, να τσακωνόμαστε, να απλώσουμε και λίγο τα σύνορα της σχολικής μας τάξης.

            Να πέφτουμε πάνω στο βελούδο της νύχτας, απαλά και επίμονα, 
στρώνοντας το χρυσό πάνω στο μαύρο.

            Κοινός μας τόπος η αγάπη για τη λογοτεχνία και τις τέχνες, η όρεξη να είμαστε μαζί, η διάθεση για δημιουργία και επικοινωνία.

            Λοιπόν, τι λέτε; Ξεκινάμε; Καλή μας αρχή, παιδιά!

Ελάτε, ελάτε, τι κάθεστε, ευχηθείτε μας, γράψτε μας και καμιά ιδέα!