Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

έχει πέσει λίγη χρυσόσκονη στις αποσκευές του καλοκαιριού;


αἰών παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων· παιδός ἡ βασιληίη. (Ηράκλειτος)
Ένα παιδί που ρίχνει τα ζάρια ο χρόνος∙ αυτός έχει την εξουσία.

Και καθώς ο κύριος Χρόνος μάς κύλησε στα τέλη του ιουνίου, καθώς πέρασε κι η τελευταία μέρα των εξετάσεων και ήδη το δέρμα κάποιων συναντήθηκε με τις αμείλικτες καλοκαιρινές ακτίνες, καθώς η β΄λυκείου αρχίζει να μετασχηματίζεται σε ανάμνηση και να κουρνιάζουν μέσα μας πρόσωπα και στιγμές,
η χρυσόσκονη λέει πως μέχρι εδώ ωραία τα κατάφερε: χρύσωσε τις νύχτες μας, απαλά, διακριτικά, επίμονα, τρυφερά. Μας έφερε κοντά σε κείμενα,  σε σκέψεις, αλλά και τον ένα στον άλλο. Μας βοήθησε να νιώσουμε τη γοητεία της συνάντησης, της έκφρασης και της ανταλλαγής.

Και αν από το Σεπτέμβρη δε θα μας αγκαλιάζει όλους μαζί η ίδια αίθουσα, είπαμε μήπως, κάποιοι από μας, ξαναζωντανέψουμε τη χρυσόσκονη σα μια παρέα, μια παρέα που διψάει να μάθει «μανταρίνι και άψινθο» (Ελύτης αυτό, Μαρία :-) ), μια παρέα που σχηματίστηκε σε μια τάξη και που καθημερινά, με συνέπεια και επιμονή, γκρέμιζε τους τοίχους της, για να κοινωνήσει το έξω με το μέσα, για να μπορεί να ταξιδεύει απερίσπαστη στο χώρο και το χρόνο (κι ας λέει ο Ηράκλειτος) και να απολαμβάνει ό,τι μπορεί να απολαύσει.



Παίρνει, λοιπόν, η χρυσόσκονη τα κουβαδάκια της, μαγιό, ομπρέλα, φτυαράκια, βατραχοπέδιλα και μάσκα και πάει να στήσει το αντίσκηνό της στις όχθες του καλοκαιριού. Βλέπω το Σεπτέμβρη να μας κλείνει το μάτι. Θα δούμε αν θα του το κλείσουμε κι εμείς, ε;


ΥΓ. Πώς να κάνω εγώ την τελευταία ανάρτηση χωρίς να ευχαριστήσω όλους εσάς που ταξιδέψαμε μαζί; Χωρίς να σας ξαναπώ μονότονα πόσο σας καμάρωνα και σας καμαρώνω, πόσο από την ομορφιά σας δανείστηκε η χρυσόσκονή μας;
Καλό καλοκαίρι.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Πρωτοβουλία, Περιέργεια, Έρωτας.


Θυμόσαστε το θέμα των εξετάσεων της λογοτεχνίας στο παράλληλο κείμενο; Με αφορμή το Επί ασπαλάθων αλλά και τη γνωστή Δήλωση του Σεφέρη κατά της δικτατορίας, τέθηκε το θέμα της προάσπισης της Δημοκρατίας από τους πολίτες και τους πνευματικούς ανθρώπους.

Η Κατερίνα Μ. 
Τελειώνοντας την εξέταση κατέβηκε ενθουσιασμένη, κατευχαριστημένη από το γραπτό της. "Το 5ο θέμα θα σας αρέσει, κύριε, είμαι σίγουρη!". Χάρηκα τη χαρά της, χάρηκα το διαφορετικό τρόπο που προτείνει ένα παιδί, βγαίνοντας από την αίθουσα της εξέτασης: καμιά αγωνία για το βαθμό, για τις "λύσεις". Όλη η έγνοια για την ουσία. 
Πού έχει πάει η συζήτηση για τις έννοιες, για τα θέματα, η συζήτηση για μας τους ίδιους, στο σχολείο; Πόσο σφυρηλατούμε τη σκέψη, το συναίσθημα, τη δημιουργικότητα;
Υποσχέθηκα στην Κατερίνα να αναρτήσουμε την απάντηση, να τη χαρούμε και να τη συζητήσουμε.
Και την παραθέτω εδώ, καταθέτοντας τη συγκίνηση και τη χαρά μου για τα παιδιά που συνάντησα φέτος και πορευτήκαμε μαζί  στη λογοτεχνία της β΄ τάξης.

" Πόσο παράλογο μας φαίνεται για μια μητέρα να σκοτώσει το παιδί της; Είναι κάτι το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τα πιστεύω και τις αξίες μας. Κι όμως, όταν η Ελλάδα δηλητηριάζει σιγά σιγά τη Δημοκρατία, εμείς απλώς παρακολουθούμε. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε έτσι κι αλλιώς; Να μιλήσουμε και να αναφερθούμε στα «πουλημένα» μέσα μαζικής ενημέρωσης ή να εκφράσουμε πιο δραστικά τις απόψεις μας μπροστά από τη Βουλή με τα μάτια μας δακρυσμένα από τους καπνούς;

Ακούμε συνέχεια λόγο για μετανάστες που διαπράττουν εγκλήματα, για ξένους που φταίνε για την κατάσταση της χώρας μας κι όμως κανένας μετανάστης δε βρίσκεται στην εξουσία να κινεί τα νήματα της Ελλάδας.   Οι ξένοι δεν παίρνουν απ’ τις οικογένειές μας το φαγητό αλλά ούτε και τα χρήματά μας. Αντίθετα, μας προσφέρουν ένα πιάτο με ευκαιρίες, με την ευκαιρία να γίνουμε πιο δεκτικοί, με την ευκαιρία να ανοίξουμε το μυαλό μας και τα δεσμά που μας κρατάνε προσηλωμένους σε συγκεκριμένες απόψεις.

            Σε μια χώρα που η ανεργία είναι στα ύψη, που το εκπαιδευτικό μας σύστημα αλλάζει συνεχώς προς το χειρότερο, που θα κοιτάξουμε το μετανάστη να παλεύει για το φαγητό του και θα τον φτύνουμε αντί να τον βοηθάμε, σε μια τέτοια χώρα πώς τολμούν να μας μιλάνε για πρόοδο; Και, ακόμα χειρότερα, μπορούμε εμείς να το πιστεύουμε;

            Κάποιοι δεν το πιστεύουν γιατί η παιδεία  τους και η μόρφωσή τους δεν τους το επιτρέπει, αλλά παρόλα αυτά σιωπούν. Πώς μπορούν να ονομάζονται πνευματικοί άνθρωποι αν χάνουν και ξεχνούν τη δύναμη του πνεύματός τους; Πρόοδος θα υπάρξει μόνο αν αλλάξουμε όλοι μας. Σε μια κοινωνία ελεγχόμενη από τις θρησκείες και τη μισαλλοδοξία, η μόνη άμεση διαφορά θα μπορέσει να γίνει στις ψυχές μας.


            Δε γνωρίζω πολλά για τη ζωή αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι κανείς μας δεν τη ζει. ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ, ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ, ΕΡΩΤΑΣ, είναι οι λέξεις που χαρακτηρίζουν τη ζωή. Και όταν θα περάσουμε αυτή τη λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου, πρέπει όλοι να σκεφτούμε ποιες θα χαρακτηρίζουν εμάς και αν η υποδούλωση, ο μισανθρωπισμός και το μίσος μάς αρκούν." 
                                                                                                                                            Κατερίνα Μ.

Όχι, Κατερίνα, δε μας αρκούν.  

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

ένα περισκόπιο για να διαβάζουμε τον κόσμο


Δε σας λείψαν τα μαθήματα; ( Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να απαντήσετε!)
Αμετανόητος, λέω να κάνουμε ένα ακόμα. Ας δούμε σήμερα πώς ένας συγγραφέας λογοτεχνίας μάς προσφέρει ένα περισκόπιο για να «διαβάζουμε» τον κόσμο και ταυτόχρονα τις οδηγίες για τη χρήση του. Κι ας το δούμε μέσα από ένα παράδειγμα του Μίλαν Κούντερα, του φοβερού Τσέχου συγγραφέα που αυτές τις μέρες μετά από καιρό μάλιστα θα κυκλοφορήσει και νέο βιβλίο.

Ξεκινώντας τη Βραδύτητα του Κούντερα ερχόμαστε αμέσως σ’ επαφή με τη δύναμη ενός κειμένου μ’ έντονα σημειολογικά και ψυχογραφικά στοιχεία. Στην πρώτη κιόλας σελίδα έχουμε μια εικόνα. Μια απλή, καθημερινή εικόνα  που προκαλεί ένα μάλλον απλό προβληματισμό στην ηρωίδα. Ο προβληματισμός αυτός, με όλη την απλότητά του λειτουργεί σαν το πρώτο σκαλοπάτι, για να προχωρήσουμε τη σκέψη μας πιασμένοι από το χέρι του συγγραφέα. 


            «Μας ήρθε ξαφνικά η διάθεση να περάσουμε από νωρίς τη νύχτα σ’ ένα πύργο. Πολλοί πύργοι στη Γαλλία έχουν γίνει ξενοδοχεία: ένα τετράγωνο όλο πράσινο, χαμένο σε μια έκταση όλο ασκήμια χωρίς πράσινο· ένα κομματάκι από αλέες, δέντρα και πουλιά στη μέση ενός απέραντου δικτύου από δρόμους. Οδηγώ και, στο καθρεφτάκι, προσέχω πίσω μου ένα αυτοκίνητο. Ο οδηγός περιμένει την ευκαιρία να με προσπεράσει· παραμονεύει αυτή τη στιγμή όπως το αρπαχτικό παραμονεύει ένα σπουργίτι.
            Η Βέρα, η γυναίκα μου, μου λέει: «Κάθε πενήντα λεπτά πεθαίνει κι ένας άνθρωπος στους δρόμους της Γαλλίας. Για κοίτα όλους αυτούς τους τρελούς που τρέχουν γύρω μας. Είναι οι ίδιοι που γίνονται υπερβολικά συνετοί όταν κακοποιείται κάποια γριά μπροστά στα μάτια τους στο δρόμο. Τι συμβαίνει και δεν φοβούνται όταν βρίσκονται στο τιμόνι;»                                                                                                                                     (σελ.7)
                                                                                                                                    
Δοκίμιο και λογοτεχνία συγχέονται (γλυκά…) πλέον, όταν ο αφηγητής θα αποπειραθεί να δώσει μιαν απάντηση στο ερώτημα της γυναίκας του, που τώρα μπορεί να είναι και δικό μας. Ο αφηγητής – οδηγός «διαβάζει» την εικόνα με τα μάτια της σκέψης του, αποπειράται να αναλύσει, να ερμηνεύσει ένα απλό ερώτημα που του προσφέρει η πραγματικότητα που βιώνει. Τι συμβαίνει, λοιπόν, γι’ αυτόν; «Δεν φοβούνται όταν βρίσκονται στο τιμόνι;»

«Τι να απαντήσεις; Μάλλον το εξής: ο άνθρωπος που σκύβει πάνω στη μοτοσικλέτα του δεν μπορεί να συγκεντρωθεί παρά μόνο στην παρούσα στιγμή της πτήσης του· γαντζώνεται πάνω σ’ ένα κλάσμα του χρόνου αποκομμένο και από το παρελθόν και από το μέλλον· αποσπάται από τη συνέχεια του χρόνου· είναι εκτός χρόνου· μ’ άλλα λόγια, βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης· σ’ αυτή την κατάσταση, δεν ξέρει τίποτα για την ηλικία του, δεν ξέρει τίποτα για τη γυναίκα του, τίποτα για τα παιδιά του, τίποτα για τις σκοτούρες του, και ως εκ τούτου δεν φοβάται, διότι η πηγή του φόβου βρίσκεται στο μέλλον, και όποιος απελευθερώνεται από το μέλλον δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.
Η ταχύτητα είναι μορφή έκστασης που την έκανε δώρο στον άνθρωπο η τεχνολογική επανάσταση. Σε αντίθεση με τον μοτοσικλετιστή, ο δρομέας είναι πάντοτε παρών στο σώμα του, αφού είναι αναγκασμένος να σκέφτεται ασταμάτητα τις φουσκάλες του, το λαχάνιασμά του· όταν τρέχει, αισθάνεται το βάρος του, την ηλικία του, έχοντας όσο ποτέ άλλοτε συνείδηση του εαυτού του και του χρόνου της ζωής του. Όλα αλλάζουν όταν ο άνθρωπος εκχωρεί την ικανότητά του για ταχύτητα σε μια μηχανή: από εκείνη τη στιγμή το σώμα του βρίσκεται εκτός παιχνιδιού και παραδίδεται σε μια ταχύτητα που είναι ασώματη, άυλη, ταχύτητα αμιγής, ταχύτητα καθαυτήν, ταχύτητα έκσταση.»             (σελ.8-9)
                                                                                                                 
Βέβαια, η ανάλυση του αφηγητή επιλέγει μιαν οδό που οδηγεί στην ταχύτητα, στην έννοια της ταχύτητας. Αυτή επέλεξε, γιατί ξέρει πολύ καλά πού θέλει να οδηγήσει το κείμενό του, τη σκέψη του, εσένα. Αυτός, άλλωστε, χτίζει εξαρχής το έργο, αυτός είναι ο δημιουργός που ορίζει τη μορφή, που πλάθει τη μορφή.
Κι αν εμάς η ανάλυσή του δε μας ικανοποιεί, ακόμα καλύτερα! Φαίνεται – αφού διαμορφώσαμε κιόλας δική μας ερμηνεία – πως αρχίζει και μας κολλάει το κουσούρι της ανάγνωσης των εικόνων του κόσμου. Πως αρχίζουμε και οικειοποιούμαστε τον πλούτο του υπεδάφους, πως, δημιουργώντας ρωγμές στην επιφάνεια των πραγμάτων, αγγίζουμε τις πρώτες υδάτινες, καθάριες φλέβες. Θέλω να πω πως ο συγγραφέας πολλές φορές μας προσφέρει ένα περισκόπιο και ταυτόχρονα μια μέθοδο χρήσης του προκαλώντας μας σε μιαν – τουλάχιστον απολαυστική – ανάγνωση του κόσμου.
Τι λέτε; Έτσι είναι; Το έχετε παρατηρήσει σε άλλα σας διαβάσματα;

( Και, μεταξύ μας, καλός ο Κούντερα, ε; Αν σας μπήκε η ιδέα να διαβάσετε κάποιο δικό του, μπορείτε να αρχίσετε με το «Βαλς του αποχαιρετισμού» ή το «Η ζωή είναι αλλού» )